- βαμβακοχώραφο
- βαμβακοχώραφο, το και μπαμπακοχώραφο, τοχωράφι όπου καλλιεργείται βαμβάκι: Υπήρχαν πολλά βαμβακοχώραφα στην πολιτεία Μισισίπι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.